- πολυχρόνισμα
- το, -ατοςμεγάλη χρονική διάρκεια, μακροζωία, ευχή για μακροβιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυχρόνισμα — ατος, το, Ν [πολυχρονίζω] πολυχρόνιση … Dictionary of Greek
πολυχρονισμός — ο βλ. πολυχρόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυχρόνιση — η βλ. πολυχρόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)